- όγκρος
- και όγγρος, ο1. φυμάτιο, είδος θηλώματος, που βρίσκεται κάτω από την εσωτερική επιφάνεια τού δέρματος τών ζώων, ιδίως τών αιγών2. μικρή σταγόνα νερού ή παχύρρευστου υγρού, κόμπος («όγκρο λάδι δεν έχω»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.